- κόλλυβα
- Παρασκεύασμα από βρασμένο σιτάρι, που συμπληρώνεται με κόκκους σταφίδας, ροδιού, τριμμένο καρύδι, αμύγδαλο, φύλλα μαϊντανού κ.ά. και ανακατεύεται με καβουρντισμένο αλεύρι και ζάχαρη. Τοποθετείται σε δίσκους και αποτελεί προσφορά στους νεκρούς κατά τα μνημόσυνα και τα λεγόμενα Ψυχοσάββατα (τα τρία της περιόδου της Αποκριάς και το Σάββατο της Πεντηκοστής). Η επιφάνειά του, στρωμένη με άχνη ζάχαρη, διακοσμείται με κουφέτα και χρωματιστά κομμάτια ζάχαρης. Οι πιστοί πηγαίνουν τα κ. στην εκκλησία όπου γίνεται το μνημόσυνο και μετά τα μοιράζουν στους παρευρισκομένους, με σκοπό να ευχηθούν για την ανάπαυση της ψυχής των νεκρών.
Το νεκρικό αυτό έθιμο συνδέεται με το αρχαίο αγροτικό έθιμο της πανσπερμίας. Οι αρχαίοι Έλληνες προσέφεραν βρασμένους σπόρους δημητριακών και οσπρίων (οι οποίοι συμβόλιζαν το πλήθος των καρπών και την αδιάκοπη ευφορία της γης) στη Δήμητρα και σε άλλους θεούς της βλάστησης. Η συνήθεια διατηρήθηκε μέχρι τα νεότερα χρόνια με την ίδια μορφή: οι αγρότες, κατά τα Εισόδια της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου), μοίραζαν τέτοια πολυσπόρια στους συγχωριανούς τους για να τους ευχηθούν καλή σοδειά.
Η πανσπερμία, όμως, συμβόλιζε και την πορεία του σπόρου που φυτεύεται για να ξαναβλαστήσει και γι’ αυτό σήμαινε παράλληλα την προσφορά σε θεούς που συνδέονταν με τον Κάτω Κόσμο, όπως ο Διόνυσος. Ως θεός της βλάστησης, ο Διόνυσος λατρευόταν στα Ανθεστήρια, τα οποία αποτελούσαν γιορτή της άνοιξης με διττή σημασία: επρόκειτο για γιορτή τόσο της ανθοφορίας της γης όσο και των νεκρών, οι οποίοι ανέβαιναν στη γη και επισκέπτονταν τους ζωντανούς εκείνες τις ημέρες. Στους νεκρούς τελούσαν την περίοδο αυτή προσφορά ανάμεικτων οσπρίων, τα οποία, σύμφωνα με την πίστη των αρχαίων Ελλήνων, Ρωμαίων, Γερμανών κ.ά., αποτελούσαν την κύρια τροφή των ψυχών.
* * *ταβλ. κόλλυβο.
Dictionary of Greek. 2013.